ζαΐφης

ζαΐφης
ο
ασθενικός, αρρωστιάρης, φιλάσθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zayif].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαΐφης — ο πληθ. ηδες (λ. τουρκ.), καχεκτικός, φιλάσθενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαΐφικος — η, ο [ζαΐφης] ζαΐφης, ανήμπορος, ασθενικός …   Dictionary of Greek

  • ζαϊφλίκι — το ασθένεια, αδυναμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαΐφης + κατάλ. λίκι (πρβλ. αρχοντολίκι, βουλευτιλίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”